- Ἰσίδωρος
- Ἰσίδωροςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ισίδωρος — I Όνομα ιεραρχών της Ανατ. Ορθόδοξης και της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. 1. Ι. (Καρθαγένη 560 – Σεβίλη 636). Επίσκοπος Σεβίλης (601 636) και άγιος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Διαδέχθηκε στον επισκοπικό θρόνο της Σεβίλης τον αδελφό του Λέανδρο.… … Dictionary of Greek
Ισίδωρος — ο θηλ. Iσιδώρα κύριο όνομα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης — (Αλεξάνδρεια Αιγύπτου 360 – 449; μ.Χ.). Εκκλησιαστικός συγγραφέας και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης και της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Αν και καταγόταν από ευκατάστατη οικογένεια, αποσύρθηκε νωρίς σε μονή κοντά στο Πηλούσιο (απ’ όπου και η προσωνυμία… … Dictionary of Greek
Άγιος Ισίδωρος — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 520 μ., 590 κάτ.) της Ρόδου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αταβύρου του νομού Δωδεκανήσου. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 28 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται… … Dictionary of Greek
Ἰσιδώρου — Ἰσίδωρος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσιδώρῳ — Ἰσίδωρος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσίδωρε — Ἰσίδωρος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσίδωροι — Ἰσίδωρος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσίδωρον — Ἰσίδωρος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ИСИДОР ПЕЛУСИОТ — [греч. ᾿Ισίδωρος ὁ Πηλουσιώτης] (между 350 и 360 между 435 и 440), прп. (пам. 4 февр.), экзегет и богослов, автор писем экзегетического и нравоучительного содержания. Жизнь Прп. Исидор Пелусиот. Фрагмент минейной иконы. Нач. XVII в. (ЦАК МДА) Прп … Православная энциклопедия